Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐς μάχην τινί

  • 1 Meet

    adj.
    Fitting, suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.
    Opportune: P. and V. καίριος, ἐπκαιρος, V. εὔκαιρος,
    Becoming: P. and V. εὐπρεπής, σύμμετρος, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
    It is meet, v.:P. and V. πρέπει, προσήκει, ἁρμόζει.
    ——————
    v. trans.
    Encounter ( persons): P. and V. τυγχνειν (gen.), συντυγχνειν (dat.; V. gen.), ἐντυγχνειν (dat.), παντᾶν (dat.), συναντᾶν (dat.) (Xen., also Ar.), P. περιτυγχάνειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (dat. or gen.), V. ἀντᾶν (dat.). συναντιάζειν (dat.), παντιάζειν (dat.), συνάντεσθαι (dat.), ἀντικυρεῖν (dat.).
    Meet ( things; e.g., disasters): P. and V. τυγχνειν (gen.), ἐντυγχνειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.), περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. συγκυρεῖν (dat.), ἀντᾶν (dat.).
    Experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Face: P. and V. πέχειν, φίστασθαι; see Face.
    Light on: see light on.
    Meet in battle: P. and V. παντᾶν (dat.), συμφέρεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), ἀντιτάσσεσθαι (dat.), V. συμβάλλειν μχην (dat.), see also Engage.
    Have an interview with: P. and V. συνέρχεσθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.); see Interview.
    Deal with: P. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.); see have dealings with, under Dealings.
    Meet ( accusation): P. and V. ἀντιλέγειν (dat.).
    It is not at all easy to meet the tactics of these men: P. οὐ πάνυ ἐστὶ ῥᾴδιον ταῖς τούτων παρασκευαῖς ἀνταγωνίζεσθαι (Den. 1078).
    Have you met me on ground where I am unassailable in everything? P. οὗ μὲν ἐγὼ ἀθῷος ἅπασι... ἐνταῦθα ἀπήντηκας; (Dem. 269).
    Meet the wishes and views of each: P. τῆς ἑκάστου βουλησέως τε καὶ δόξης τυχεῖν (Thuc. 2, 35).
    Meet folly with folly: V. ἀντιτείνειν νήπιʼ ἀντὶ νηπίων (Eur., Med. 891).
    V. intrans. Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.
    Meet ( of things): P. συμβάλλειν εἰς ταὐτό.
    Where branching roads meet: V. ἔνθα δίστομοι... συμβάλλουσιν... ὁδοί (Soph., O.C. 900).
    Meet for discussion: Ar. and P. συγκαθῆσθαι.
    Meet beforehand: P. προαπαντᾶν (absol.).
    Meet with: P. and V. τυγχνειν (gen.), προστυγχνειν (gen.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.); see light on, encounter.
    met., experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    We happened to meet with a storm: P. ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι (Antiphon, 131).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meet

См. также в других словарях:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»